Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αδά
61 εγγραφές [1 - 10]
[Λεξικό Κριαρά]
αδά, επίρρ.,
βλ. εδά.
[Λεξικό Γεωργακά]
αδάγκαστος, -η, -ο [a∂áŋgastos]
  • not bitten, unbitten (syn αδάγκωτος):
    • το μήλο είναι αδάγκαστο [cpd w. δαγκαστός: δαγκάνω].
[Λεξικό Γεωργακά]
αδάγκωτα [a∂áŋgota] adv
  • by not biting (w. the teeth)
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αδάγκωτος -η -ο [aδáŋgotos] Ε5 : που δεν τον έχουν δαγκώσει. ANT δαγκωμένος.

[α- 1 δαγκώ(νω) -τος]

[Λεξικό Γεωργακά]
αδάγκωτος, -η, -ο [a∂áŋgotos]
  • not bitten w. the teeth, unbitten (syn αδάγκαστος, ant δαγκωμένος):
    • το ψωμί ήταν ανέπαφο, αδάγκωτο |
    • μήλο αδάγκωτο |
    • poem αλλ' αδάγκωτο πράσινο στις ρεματιές το χόρτο κάρφωσε | μέντα, λεβάντα, λουΐζα (Elytis)

[cpd w. δαγκωτός: δαγκώνω]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αδαημοσύνη η [aδaimosíni] Ο30 : η ιδιότητα του αδαούς ανθρώπου, του ανθρώπου που δεν έχει γνώσεις ή πείρα σχετικά με κτ.: Aνεπίτρεπτη / απαράδεκτη ~.

[λόγ. < αρχ. ἀδαημοσύνη, διαφ. γραφή του ἀδαημονία]

[Λεξικό Γεωργακά]
αδαημοσύνη [a∂aimosíni] η,, (L)
  • lack of knowledge, inexperience:
    • ντρέπεται για την ~ και την αμάθειά του |
    • δεν επιτρέπεται να τ' αντιμετωπίζη κανείς (sc τα προβλήματα) με τόσην ελαφρότητα και ~ (Papanoutsos) |
    • μόνο ~ και αστοχασιά μαρτυρούν εκείνοι που φαντάζονται πως μπορούν να το βαστάξουν μόνοι τους ολόκληρο (Christidis)
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αδαής -ής -ές [aδaís] Ε10 : (για πρόσ.) που δεν έχει γνώσεις ή πείρα σχετικά με κτ.· ανίδεος, άπειρος: Είναι ~ από μουσική / αυτοκίνητα. Άνθρωποι αδαείς κι ανεύθυνοι κρατούν στα χέρια τους τις τύχες της χώρας.

[λόγ. < αρχ. ἀδαής]

[Λεξικό Γεωργακά]
αδαής, -ης, -ες [a∂aís] (L)
  • unacquainted (w.), ignorant (of) (syn ανήξερος, ανίδεος, αμαθής):
    • είμαι ~ στη ζωγραφική, στη λογιστική κλ
  • ⓐ unskilled, inexperienced (syn ανεπιτήδειος, άπειρος):
    • στην υπηρεσία... τον είχε αντικαταστήσει κάποιος ~ τις μέρες που έλειπε και είχε δώσει μερικές άστοχες γνωμοδοτήσεις (AVlachos)

[fr K, AG ἀδαής, cpd w. -δαής: δαῆ-ναι].]

[Λεξικό Γεωργακά]
αδάκρυτα [a∂ákrita] adv
  • without shedding tears, tearlessly:
    • άκουσε το θάνατο του πατέρα του ~

[der of αδάκρυτος]

< Προηγούμενο   [1] 2 3 4 5 ...7   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες