Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αγωνιώ
8 εγγραφές [1 - 8]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αγωνιώ [aγonió] Ρ10.1α (μόνο στο ενεστ. θ.) : έχω, αισθάνομαι αγωνία, ιδίως από φόβο ή από ανησυχία για κτ.: Aγωνιά για τον άντρα της που είναι στρατιώτης στο μέτωπο. Οι γονείς αγωνιούσαν για την τύχη των παιδιών τους. || ανυπομονώ: ~ να μάθω τα νέα.

[λόγ. < αρχ. ἀγωνιῶ]

[Λεξικό Κριαρά]
αγωνιώ.
  • Aισθάνομαι δυσφορία, υποφέρω (εξαιτίας αρρώστιας):
    • ει δε αγωνιά (ενν. το ζώον) και προς πέψιν ταλαιπώρως έχει, ίσθι ότι νοσεί (Iερακοσ. 34727).

[αρχ. αγωνιάω. H λ. και σήμ.]

[Λεξικό Γεωργακά]
αγωνιώ [aγonió] (L) αγωνιάς, αγωνιά, prp αγωνιώντας, ipf αγωνιούσα
  • ① be in anguish, be in agony, suffer agonies, agonize (syn βασανίζομαι, ανησυχώ πολύ):
    • αγωνιούσα με τη σκέψη ότι... I was agonized at the thought that... |
    • ~ να μάθω τα νέα, το αποτέλεσμα |
    • αγωνιούσα μην πεθάνη I was tense w. the expectancy of his death |
    • ρωτάει, αγωνιάει,... απελπίζεται μονάχα ο άπιστος (Kazantz) |
    • αγωνιά για το δρόμο που παίρνουν τα παιδιά του (Theotokas) |
    • γιατί είσαι τόσο ανήσυχος; σε βλέπω και αγωνιάς (Psathas) |
    • αγωνιά για την έκβαση (Tsatsos) |
    • προπαντός αγωνιούν για τη διείσδυση της βίας στην πνευματική ζωή (id.) |
    • (οι λαοί) πονούν και αγωνιούν (Charis)
  • ② try hard, endeavor, struggle (syn in αγωνίζομαι 3):
    • αγωνιά να θρέψη τα παιδιά του struggles to support his children |
    • ο πυρετός της σκέψης... αγωνιούσε να συλλάβη τον ταχύτερο ρυθμό της εποχής της (Chourmouzios) |
    • όταν μελετά ν' αυτοκτονήση, αγωνιά να βρη τον τρόπο του θανάτου που δεν θα την ασκημίση (Lekatsas)
  • ③ be dying (syn έχω αγωνία του θανάτου [s. in αγωνία 1b] & in αγγελοθωρώ):
    • δυο μέρες τώρα αγωνιά και δεν ξεψυχάει

[fr MG αγωνιώ 'be in anguish, suffer (from ailment)' ← K, AG ἀγωνιῶ]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αγωνιώδης -ης -ες [aγonióδis] Ε11 : που χαρακτηρίζεται από αγωνία και ιδίως την προκαλεί: ~ προσπάθεια / καταδίωξη / αναμονή. Aγωνιώδεις εκκλήσεις / παρακλήσεις / στιγμές. Tα αγωνιώδη προβλήματα / ερωτήματα της εποχής μας. αγωνιωδώς ΕΠIΡΡ.

[λόγ. αγωνί(α) -ώδης μτφρδ. γαλλ. an xieux· λόγ. αγωνιώδ(ης) -ώς]

[Λεξικό Γεωργακά]
αγωνιώδης, -ης, -ες [aγonió∂is] (L)
  • ① being in, or fraught w., anguish, filled w. agony, agonizing, heartbreaking, uneasy:
    • ~ κραυγή agonizing cry |
    • ~ έρευνα |
    • ~ ζωή |
    • ~ ανησυχία, αναμονή |
    • ~ φόβος για agonizing dread of |
    • ~ σιγή tense silence |
    • αγωνιώδες αίτημα, ερώτημα, πρόβλημα |
    • αγωνιώδεις θέσεις, συγκινήσεις, στιγμές, ώρες |
    • έχει αγωνιώδη ένταση is agonizingly tense |
    • η σκέψη αυτή με βύθισε σε μια μελαγχολίαν αγωνιώδη (Palam) |
    • ο Aλέξης... με το αγωνιώδες βλέμμα του (Theotokas) |
    • με τρόπον αγωνιώδη (syn αγωνιωδώς) |
    • μεγάλα και αγωνιώδη προβλήματα της εποχής (Vacalop) |
    • επιτακτικό και αγωνιώδες προβάλλει πάλι το γιατί (id.) |
    • περνούν αγωνιώδεις στιγμές (id.) |
    • να εκφράση τον αγωνιώδη μυστικό πόθο της ψυχής για την ένωσή της με το Θεό (Seferis) |
    • ύστερα από την αγωνιώδη πνευματική και καλλιτεχνική περιπλάνηση... επιστρέφει στην Kαθολική Eκκλησία (Theotokas) |
    • τραγικές και αγωνιώδεις μορφές, υποτυπώματα των άλλων κόσμων του πέραν (Papatsonis) |
    • υπομνήματα... που αποτελούν αγωνιώδεις εκκλήσεις για τη σωτηρία της αυτοκρατορίας (Kanellop) |
    • (δίνει) στίχους... γεμάτους από την αγωνιώδη ευαισθησία του μυστικισμού του (Peranthis) |
    • μια αλυσίδα αγωνιωδών ερωτηματικών... μαρτυρούν την εσωτερική ταραχή (Chourmouzios)
  • ② great, persistent:
    • είχα την αγωνιώδη φροντίδα να διατηρώ το πατρικό μου σπίτι (Xenop) |
    • η εποχή μας... έχει επιδοθή σε μια αγωνιώδη προσπάθεια αναζήτησης του ανθρώπου (Panagiotop)

[der of αγωνία]

[Λεξικό Γεωργακά]
αγωνιώδικα [aγonió∂ika]
  • adv agonizingly (syn αγωνιωδώς):
    • βογγούσε κι ανάσαινε ~ σαν κάποιος να τον έπνιγε (NLoukop).
[Λεξικό Γεωργακά]
αγωνιώδικος, -η, -ο [aγonió∂ikos]
  • = αγωνιώδης:
    • η σκέψη της ξαναγυρνά ολοένα σα μαγνητισμένη στην αγωνιώδικη ατμοσφαίρα του (MDrosou) |
    • ο άνθρωπος... ζητεί κάποια στηρίγματα για να ανθέξη στη φριχτή δοκιμασία και να ενισχυθή στην αγωνιώδική του πάλη (Thrylos)

[der of αγωνιώδης w. suff -ικος]

[Λεξικό Γεωργακά]
αγωνιωδώς [aγonió∂ós] (L) adv
  • in agony, agonizingly, anxiously (syn αγωνιώδικα [s. αγωνιώδικος], εναγωνίως)

[der of αγωνιώδης]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες