Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: αγωνίστρια
1 item total
[Λεξικό Γεωργακά]
αγωνίστρια η,,
  • fighting woman; champion:
    • η γυναίκα δεν ήταν ακόμη ώριμη για να είναι κι ~ και σύγχρονα να μη χάση το θεμελιακό της στοιχείο, το γυναικισμό της (Thrylos)

[fr K (PatrG) ἀγωνίστρια 'combatant', of a woman martyr]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go