Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: αγχίνοια
2 items total [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αγχίνοια η [anxínia] Ο27 : (λόγ. ) η οξύνοια. ANT βραδύνοια.

[λόγ. < αρχ. ἀγχίνοια]

[Λεξικό Γεωργακά]
αγχίνοια [aŋ ínia] η, (L)
  • quickness of perception, acumen, acuteness, keenness, sharpness of wit (syn οξύνοια, σπιρτάδα του μυαλού):
    • poem αλλά το μεν ο θείος καρπός των περιπολιών, | το δε η ~ των αιωνίων Aχαιών, | δημιούργησαν ευθύς τις αρμογές, κράσεις και μείξεις (Papatsonis)

[fr AG ἀγχίνοια]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go