Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: αγροτεμάχιο
2 items total [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αγροτεμάχιο το [aγrotemáxio] Ο40 : τμήμα αγρού ή αγροτικής έκτασης: Πωλούνται οικόπεδα και αγροτεμάχια σε τουριστική περιοχή.

[λόγ. αγρο- + τεμάχιον]

[Λεξικό Γεωργακά]
αγροτεμάχιο [aγrotemá io] το,
  • piece of cultivable land:
    • οι άλλοτε πολυτεμαχισμένες ιδιοκτησίες έγιναν αγροτεμάχια μεγάλα και κανονικά με ευρύχωρους δρόμους

[cpd w. τεμάχιο]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go