Παράλληλη αναζήτηση
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- αγριόγιδο [aγrióyi∂o] το, zoo
- wild goat, Capra aegagrus (syn αγρίμι 2, αγριοκάτσικο 1):
- η ζωγραφιά από ένα εύφορο, δασωμένο και με άφθονα αγριόγιδα ερημονήσι (Delmouzos) |
- ήτανε σαν κανένα ~ που στέκει σε ορθολίθι και τηράει τα μακρινά (Prevelakis) |
- (τραγουδάει...) μια στρούγγα γεμάτη αγριόγιδα (Christofi)
[cpd w. γίδι]
- wild goat, Capra aegagrus (syn αγρίμι 2, αγριοκάτσικο 1):



