Παράλληλη αναζήτηση
| 2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αγριόγιδα η [aγriójiδa] Ο27α & αγριόγιδο το [aγriójiδo] Ο41 : 1.ο αίγαγρος. 2. ατίθαση κατοικίδια κατσίκα.
[μσν. αγριογίδα < αγριο- + γίδα με μετακ. τόνου για ένδειξη σύνθ.· αγριο- + γίδ(ι) -ο]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αγριόγιδα [aγrióyi∂a] η,
- ① zoo wild goat, Capra aegagrus (syn αγρίμι 2, αγριοκατσίκα 1)
- ② infuriated domesticated goat (ant ήμερη γίδα) .



