Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αγριομιλώ
3 εγγραφές [1 - 3]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αγριομιλώ [aγriomiló] & -άω Ρ10.11α : μιλώ με άγριο, βάναυσο τρό πο.

[μσν. αγριομιλώ < αγριο- + μιλώ]

[Λεξικό Κριαρά]
αγριομιλώ.
  • Mιλώ με τραχύ, βάναυσο τρόπο:
    • (Διγ. Esc. 439).

[<επίρρ. άγρια + μιλώ. H λ. και σήμ.]

[Λεξικό Γεωργακά]
αγριομιλώ [aγriomiló] (& αγριομιλάω)
  • speak rudely or brusquely:
    • μην αγριομιλής του παιδιού |
    • μου αγριομίλησε και μου κακοφάνηκε |
    • ήμουν τώρα ελεύθερος... να τον σταματήσω, να του αγριομιλήσω, να τον καλοπιάσω κλ (Xenop) |
    • με συμπαθάς, είπε, σου αγριομίλησα· και γυρίζω από το στρατό της πείνας (Kazantz) |
    • αν σου αγριομιλήση η μάνα σου, τι κάνεις εσύ; (Prevelakis)

[fr MG αγριομιλώ, cpd fr άγρια μιλώ; cf αγριολαλώ]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες