Παράλληλη αναζήτηση
| 2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- αγριομάρουλο [aγriomárulo] το, (& region. αγριομαρούλι) bot
- any of several wild plants of the family Compositae, i.e.
- ① Lactuca
- ⓐ Lactuca viminea
- ⓑ prickly lettuce, wild lettuce, Lactuca scariola
- ② Taraxacum
- ⓒ Taraxacum hausknechtii
- ⓓ dandelion, Taraxacum officinale (syn αγριοραδίκι, μαρουλιά, πικραλίδα, πικραφάκη)
- ③ Leontodon taraxacifolius
- ④ hawk's beard, Crepis auriculaefolia (syn μαρουλίτσα)
- ⑤ leadwort, Plumbago europaea (syn λεπιδόχορτο)
[fr late MG αγριομάρουλον 'Taraxacum officinale', this cpd w. μαρούλιν 'lettuce']
[Λεξικό Κριαρά]
- αγριομάρουλον το.
-
- Tο φυτό ταράξακον το φαρμακευτικόν, κοιν. πικραλίδα:
- (Σταφ., Iατροσ. 8222).
[<επίθ. άγριος + ουσ. μαρούλιν. H λ. σε Γλωσσάρ. (Steph., ‑λλ‑· βλ. και LBG) και σήμ. ιδιωμ. (‑ο)]
- Tο φυτό ταράξακον το φαρμακευτικόν, κοιν. πικραλίδα:



