Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αγριοκαίρι
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αγριοκαίρι το [aγriokéri] Ο44 : (λογοτ.) άγριος και θυελλώδης καιρός.

[αγριο- + καιρ(ός) -ι]

[Λεξικό Γεωργακά]
αγριοκαίρι [aγriοcéri] το,
  • stormy weather:
    • έχουμε το πρώτο ~ του χειμώνα |
    • κάνει φοβερό ~ |
    • είδα φουρτούνες, χιονιές, αγριοκαίρια (Karkavitsas) |
    • οι περισσότεροι κάναν σαν τα φύλλα που τα σβαρνίζει το ~ (Prevelakis) |
    • poem σα λύκοι ετρέχαν στα βουνά με χιόνια, μ' αγριοκαίρια (Valaor) |
    • σκληρά τη δέρνει τ' ~ | κι ο λίβας τη χτυπά (Palam) |
    • στα πορτοπαράθυρα βογγάει τ' ~ (id.) |
    • να γερή αρματωσιά που έχω εγώ, να σκεπή | που αψηφά κι αγριοκαίρια και μπόρες (Stavrou Ar) |
    • με δέρνουν, με χτυπούν τα μίση τους | όπως τα δέντρα τ' αγριοκαίρια (Skipis)

[der of αγριόκαιρος; cf καλοκαίρι fr καλός καιρός]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες