Παράλληλη αναζήτηση
| 2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αγριοκέρασο το [aγriokéraso] Ο41 : ο καρπός της αγριοκερασιάς.
[αγριο- + κεράσ(ι) -ο]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αγριοκέρασο [aγriocéraso] το,
- the fruit of the wild cherry tree, wild cherry
[cpd w. κεράσι]



