Παράλληλη αναζήτηση
| 2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αγράμπελη η [aγrámbeli] Ο32 : κοινή ονομασία διάφορων αναρριχητικών φυτών.
[ελνστ. ἀγριάμπελ(ος) μεταπλ. -η και παρετυμ. αγρός]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αγράμπελη [aγrámbeli] η, (& region. αγριάμπελη) bot
- ① any of several climbing vines of the genus Clematis, clematis:
- με τα κύματα της λουλουδισμένης αγράμπελης... κλαρώνουν στους αιώνιους κορμούς και τις λίμνες (Melas) |
- στους φράχτες σκαρφαλώνει η μεθυστική ~ (Panagiotop) |
- απάνω στα κλαδιά τους (sc των ιτεών) ανεβασμένη η ~ πετούσε φυλλαράκια (NLoukop) |
- poem λέγ' η ~, μυριανθισμένη, | στον άγριον πλάτανο που τη θωρεί (Valaor) |
- εσείς, κιτριές νυφούλες, κι αγιοκλήματα κι αγράμπελες εσείς μυριανθισμένες (Palam) |
- μυριανθισμέν' η ~, χλωρόπλεχτη στ' άγριο πλατάνι (id.)
- ② Clematis cirrhosa (syn αγραμπελιά, αγριόκλημα 4, αμπελίνα)
- ③ Clematis flammula (syn αγριαμπελίδα, αλογάκι)
- ④ traveler's joy, virgin's bower, Clematis vitalba (syn χελιδονιά)
[prob fr αγράμπελος f, cpd of αγρός & άμπελος the f η άμπελος dial ModG & η Άμπελος topon; termin. -η anal. after αμπελάνθη & οινάνθη 'vine']
- ① any of several climbing vines of the genus Clematis, clematis:



