Παράλληλη αναζήτηση
| 55 εγγραφές [1 - 10] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- αγού η.
-
- Φοράδα:
- η αγού με το πουλάριν (Πτωχολ. α 476).
[<ουσ. *αλογού (πβ. τσακων. άγο) <ουσ. άλογο + κατάλ. ‑ού· πβ. κυπρ. γαουρού]
- Φοράδα:
[Λεξικό Γεωργακά]
- αγούδουρας [aγú∂uras] ο, (& αγούδουρος) bot
- Saint-John's-wort, Hypericum crispum:
- poem στους τρόχαλους από αγκωνάρια κι αγούδουρους και λάσπη, | που έχουμε χτίσει στων χωραφιών τη μέση (Diktaios)
[fr AG βούδορος?]
- Saint-John's-wort, Hypericum crispum:
[Λεξικό Γεωργακά]
- Αγουλινίτσα [aγulinítsa] η, geogr
- town in ep. Olympia
[fr γλινίτσα]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αγούμαστος [aγúmastos] ο,
- sort of fine vine and its large grapes:
- poem και μήτε εσένα, αγούμαστε, με τα παχιά τσαμπιά σου (Theotokis)
[w. cons. dissim v-m γ-m & proth a- fr K βούμαστος pap. 3rd c., Latinized bumastus]
- sort of fine vine and its large grapes:
[Λεξικό Κριαρά]
- αγουμέντο το.
-
- Aύξηση, προσθήκη:
- να το ξαγοράζου (ενν. το στεκάμενο), πλερώνοντας πρέτσιον και αγουμέντα (Bαρούχ. 13010‑11).
[<παλαιότ. ιταλ. agumento]
- Aύξηση, προσθήκη:
[Λεξικό Γεωργακά]
- αγούνωτος, -η, -ο [aγúnotos]
- ① not wearing a fur coat:
- ο καιρός δεν είναι να βγης αγούνωτη
- ② not lined or trimmed w. fur:
- αγούνωτο παλτό |
- γιακάς ~
[cpd w. γουνωτός 'lined w. fur': γουνώνω]
- ① not wearing a fur coat:
[Λεξικό Γεωργακά]
- άγουρα [áγura] adv, region.
- before the proper time, prematurely (syn πρόωρα):
- εξύπνησες ~ |
- ~ πήγε στον τάφο |
- ο Bενιζέλος είχεν ~ γεράσει, παλεύοντας να μεταπείση έναν ένα τους συντρόφους του (Prevelakis) |
- την αυγή... ξύπνησε ο καμπούρης ~ την κόρη (Vlachogiannis) |
- ξενιτεμένη φίλη,... ήρθες ~ (to a swallow) (id.)
[fr adv *άγωρα ← άωρα (cf παράωρα, πρόωρα, σύνωρα), der of άωρος]
- before the proper time, prematurely (syn πρόωρα):
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αγουράδα η [aγuráδa] Ο25α : (προφ.) η στυφάδα του άγουρου καρπού.
[άγουρ(ος) -άδα]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αγουράδα [aγurá∂α] η, region.
- ① want of ripeness, unripeness
- ② uncultivable land or spot (syn χερσάδα)
[der of άγουρος w. suff -άδα; cf στυφάδα]
[Λεξικό Κριαρά]
- αγούργουθας ο,
- βλ. γούργουθας.



