Παράλληλη αναζήτηση
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- αγορασμένος, -η, -ο [aγorazménos]
- ① purchased, bought:
- κ' ήτανε μεσολογγίτικα κορίτσια αγορασμένα στο παζάρι εκείνο (Vlachogiannis) |
- folks. (δαχτυλίδι) φτιαγμένο είναι στη Bενετιά, στην Πόλη αγορασμένο
- ② bought through bribery, bribed (syn L δεκασμένος, L δωροδοκημένος and L εξαγορασμένος, πληρωμένος, πουλημένος):
- τότε έρχονται αναντίον μου με δόλο άνθρωποι αγορασμένοι (Makryg)
[ppp of αγοράζω]
- ① purchased, bought:



