Παράλληλη αναζήτηση
| 2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αγορανομικός -ή -ό [aγoranomikós] Ε1 : που γίνεται από την αγορανομία ή γενικά που έχει σχέση με αυτήν: ~ κώδικας / υπάλληλος. Aγορανομική διάταξη. Aγορανομικό αδίκημα. Tο κατάστημα υπόκειται σε αγορανομικό έλεγχο.
[λόγ. < αρχ. ἀγορανομικός `για την υπηρεσία του αγορανόμου2΄, κατά τη σημ. της λ. αγορανομία]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αγορανομικός, -ή, -ό [aγoranomikós] (L)
- of the market inspection police:
- αγορανομική διάταξη provision, regulation of the market police |
- ~ υπάλληλος market police employee
[fr K, AG ἀγορανομικός]
- of the market inspection police:



