Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αγορίστικα
1 εγγραφή
[Λεξικό Γεωργακά]
αγορίστικα [aγorístika] adv
  • boyishly, w. tomboy's manners:
    • την ανέθρεψε ~ |
    • έκοψε τα μαλλιά της ~ |
    • η μικρή φέρνεται ~

[der of αγορίστικος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες