Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αγορίνα
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αγορίνα η [aγorína] Ο25α : χαϊδευτική προσφώνηση αγοριού ή γενικότερα οικείου προσώπου ανδρικού φύλου.

[αγόρ(ι) -ίνα]

[Λεξικό Γεωργακά]
αγορίνα [aγorína] η,
  • ① term of endearment for a boy:
    • ~μου!
  • ② rare girl w. boy's behavior, tomboy, romp (syn αγοροκόριτσο; cf αγόρα)

[der of αγόρι w. suff -ίνα]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες