Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αγορέ
5 εγγραφές [1 - 5]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αγορέ [aγoré] επίρρ. : (για κορίτσι, γυναίκα) με τρόπο που μιμείται, που μοιάζει με αυτόν των αγοριών· (πρβ. αγορίστικα): Έχει τα μαλλιά της κομμένα ~. || (ως επίθ.): Nτύσιμο / στιλ ~.

[αγόρ(ι) -έ]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αγόρευση η [aγórefsi] Ο33 : η ενέργεια του αγορεύω, η εκφώνηση λόγου σε δημόσια συγκέντρωση: H ~ του συνέδρου / του βουλευτή / του υπουργού. Σύντομη / μακριά / πολύωρη / κουραστική ~. || (νομ.) η προφορική ανάπτυξη και αποσαφήνιση της υπόθεσης στο ακροατήριο ενός δικαστηρίου: ~ εισαγγελέα / συνηγόρου.

[λόγ. < ελνστ. ἀγόρευ(σις) -ση]

[Λεξικό Γεωργακά]
αγόρευση [aγórefsi] η, (L)
  • speech, oration, harangue (esp in court or parliament) (syn L δημηγορία, δημόσια ομιλία, λόγος):
    • ωραία ~ για την ελευθερία |
    • πολιτικές αγορεύσεις |
    • μακρές αγορεύσεις |
    • διηγήματα, όχι αγορεύσεις (Palam) |
    • η Bουλή... δεν έχει ακούσει τέτοιαν ~, μεστή από αλήθειες (Melas)

[fr kath ← K ἀγόρευσις]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αγορεύω [aγorévo] Ρ5.1α : εκφωνώ λόγο σε δημόσια συγκέντρωση ή ειδικότερα στο ακροατήριο ενός δικαστηρίου: ~ στη Bουλή / στο δικαστήριο. Ο εισαγγελέας αγόρευε για πολλή ώρα. || (ειρ.) μιλώ με στόμφο και με χειρονομίες: Bρήκε πάλι ακροατήριο και άρχισε να αγορεύει.

[λόγ. < αρχ. ἀγορεύω]

[Λεξικό Γεωργακά]
αγορεύω [aγorévo] aor αγόρευσα (L)
  • deliver a speech in public, orate, perorate, harangue (syn δημηγορώ, ρητορεύω, βγάζω λόγο, L εκφωνώ λόγο):
    • να βάλη ρήτορες δημεγέρτες ν' αγορεύουν (Melas) |
    • αγόρευε για τη Mάλτα ασυγκράτητος (Theotokas) |
    • όποιος έχει αγορεύσει στη γλώσσα μας έχει δοκιμάσει και τις αδυναμίες της δημοτικής σε αυτό το πεδίο (Tsatsos)

[fr kath ← K, AG]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες