Combined Search
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- αγοράκι [aγoráci] το,
- little boy, young lad, baby boy:
- έχασε το ένα ~ της |
- ένα χαριτωμένο ~ επτά ετών |
- έλα δω, ~ μου |
- poem σαν ~ λατρευτό που με τα παιχνιδάκια του |...| σκορπάει στο σπίτι τη ζωή κλ (Skipis)
[der of αγόρι]
- little boy, young lad, baby boy:



