Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: αγοράκι
1 item total
[Λεξικό Γεωργακά]
αγοράκι [aγoráci] το,
  • little boy, young lad, baby boy:
    • έχασε το ένα ~ της |
    • ένα χαριτωμένο ~ επτά ετών |
    • έλα δω, ~ μου |
    • poem σαν ~ λατρευτό που με τα παιχνιδάκια του |...| σκορπάει στο σπίτι τη ζωή κλ (Skipis)

[der of αγόρι]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go