Παράλληλη αναζήτηση
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- αγνώριστα [aγnórista] adv
- unrecognizably:
- ~ διαφορετικός unrecognizably different |
- poem κ' οι γνωριμιές μου αφρόντιστα και ~ γυρίζαν | και όλοι, όλοι βιαστικά (Palam)
[fr late MG αγνώριστα, der of αγνώριστο]
- unrecognizably:



