Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αγκύρωση
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αγκύρωση η [angírosi] Ο33 : η σύνδεση δύο στερεών υλικών με τη βοήθεια ενός μέσου συνδέσεως, συνήθ. μεταλλικού: Οι κανονισμοί των τεχνικών έργων προβλέπουν με ακρίβεια τα μήκη αγκυρώσεως.

[λόγ. άγκυρ(α) -ωσις > -ωση μτφρδ. γερμ. Verankerung]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες