Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αγκύλωμα
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αγκύλωμα το [angíloma] Ο49 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του αγκυλώνω: Aισθάνθηκε έναν πόνο σαν ~ στο στήθος, τσίμπημα.

[αγκυλώ(νω) -μα (διαφ. το συγγ. ελνστ. ἀγκύλωμα `θηλιά΄)]

[Λεξικό Γεωργακά]
αγκύλωμα [aŋɟíloma] το, (& region. αγκέλωμα)
  • ① prickling, pricking, stinging:
    • πρήστηκε το χέρι από τ' ~ |
    • τ' αγκέλωμα της φραγκοσυκιάς αφορμάει |
    • να αιστανθή έναν πόνο σαν ~ στο στήθος (Xenop)
  • ② synecd any thorny or prickly object (syn αγκύλι):
    • μου μπήκε έν' ~ στο πόδι

[der of αγκυλώνω]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες