Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: αγκυροβόλιο
2 items total [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αγκυροβόλιο το [angirovólio] Ο40 & αγκυροβόλι το [angirovóli] Ο44 : 1.όρμος όπου συνήθ. αγκυροβολεί ή όπου μπορεί να αγκυροβολήσει ένα πλοίο· αραξοβόλι. 2. (μτφ.) καταφύγιο.

[λόγ. < ελνστ. ἀγκυροβόλιον· προσαρμ. στη δημοτ. με αποφυγή της χασμ.]

[Λεξικό Γεωργακά]
αγκυροβόλιο [aŋɟirovólio] το, (L) naut
  • roadstead, anchorage (syn αγκυροβολείο):
    • ~ καταφυγής haven

[fr AG ἀγκυροβόλιον]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go