Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: αγκυροβόληση
1 item total
[Λεξικό Γεωργακά]
αγκυροβόληση [aŋɟirovólisi] η,
  • anchoring (syn αγκυροβόλημα):
    • η ~ των πλοίων απ' έξω είναι επικίνδυνη

[der of αγκυροβολώ]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go