Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αγκομαχητό
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αγκομαχητό το [aŋgomaxitó] Ο38 : 1.δυσκολία στην ανάσα, λαχάνιασμα· αγκομάχημα1: Tο κουρασμένο ~ του γέρου που ανέβαινε τον ανήφορο. 2. αναστεναγμός, στεναγμός, βογκητό: Tο ~ του πόνου και της οργής του. 3. ψυχορράγημα, επιθανάτιος ρόγχος· αγκομάχημα2: Mες στο ~ του, τους εξομολογήθηκε την αμαρτία που τον βάραινε. 4. θόρυβος: Tο ~ του κομπρεσέρ / της μηχανής / του μοτέρ. Tο ~ της μηχανής έπνιγε την κουβέντα τους.

[αγκομαχ(ώ) -ητό]

[Λεξικό Γεωργακά]
αγκομαχητό [aŋgoma itó] το,
  • ① shortness of breath, panting (syn in αγκομάχημα 1):
    • στο φυσερό ο Nιάκας δούλευε μ' ~ πάντα (SPasagiannis) |
    • τότε άρχισε γι' αυτόν... ο τελειωτικός ανήφορος με το ~ και τον ιδρώτα (Terzakis)
  • ② sigh, moan:
    • ησυχία, ούτε ροχαλητό ούτε ~ (Xenop) |
    • κάτι σαν σύρσιμο ποδιών, σαν πνιγμένες φωνές, σαν ~ παλέματος (id.) |
    • άκουγε το λαχανιασμένο ~ που έβγαινε από τα κρεβάτια της ηδονής (Myriv) |
    • ακούει την οχλοβοή, το ~ του πόνου και της οργής του (TAthanasiadis)
  • ③ death rattle (syn in αγκομάχημα 2):
    • του θανάτου τ' ~
  • ④ noise:
    • το ~ (booming) των νερών, σμιγμένο με του αγέρα το βογγητό (Vlami) |
    • ο αναβατήρας άρχισε ν' ανεβαίνη με αγκομαχητά και τριγμούς (squeaks and clattering) (Karantonis) |
    • το ρυθμικό ~ του μοτέρ (DOikonomidis) the pulsation of the motor

[der of MG αγκομαχώ]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες