Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αγκομάχημα
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αγκομάχημα το [aŋgomáxima] Ο49 : 1.αγκομαχητό1. 2. αγκομαχητό3.

[αγκομαχη- (αγκομαχώ) -μα]

[Λεξικό Γεωργακά]
αγκομάχημα [aŋgomá ima] το,
  • ① shortness of breath, gasping for breath, panting (syn αγκομαχητό 1, λαχάνιασμα)
  • ② death-rattle (syn αγγελοκρουσμός 1, αγκομαχητό 3, ψυχορράγημα, L επιθανάτιος ρόγχος):
    • τρίζουν οι πάτοι του αλωνιού, πέφτουν οι τραλίκοι, ο αγέρας σκοτεινιάζει στο αγκομάχημά τους (Prevelakis)

[der of MG αγκομαχώ 'pant']

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες