Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αγκιστρωτός -ή -ό [angistrotós] Ε1 : που έχει σχήμα αγκιστριού: Aγκιστρωτό καρφί / μουστάκι / κόκαλο. Aγκιστρωτή γκλίτσα.
[ελνστ. ἀγκιστρωτός]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αγκιστρωτός, -ή, -ό [aŋɟistrotós]
- bent like a hook, hook-shaped, uncinate:
- αγκιστρωτό καρφί hook nail |
- anat αγκιστρωτόν οστούν unciform bone, os hamatum |
- κράταγε... στ' άλλο (sc χέρι) μιαν αγκιστρωτή αγκλίτσα (KPolitis) |
- ο ποιητής... στρίβοντας περήφανα το κατάμαυρο κι αγκιστρωτό μουστάκι του (Karantonis)
[fr K ἀγκιστρωτός 'barbed']
- bent like a hook, hook-shaped, uncinate: