Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αγκιναρόφυλλο
1 εγγραφή
[Λεξικό Γεωργακά]
αγκιναρόφυλλο [aŋɟinarófilo] το,
  • leaf of artichoke or petal of its flower

[cpd w. φύλλο]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες