Παράλληλη αναζήτηση
| 2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- αγκαλίτσα1 [aŋgalítsa] η,
- ① little gulf, bay:
- επλησίασα εις την μικράν αγκαλίτσαν του γιαλού (Papadiam) |
- εσχημάτιζε χιλίους γλαφυρούς κολπίσκους και αγκαλίτσες το κύμα (id.)
- ② endear. embrace, hug:
- τρέχει... μ' ανοιχτή την ~ του προς εμένα (Grigoris) |
- folks. μόν' είν' αγούρου φίλημα, αγούρου ~ |
- poem με κάποιον ~ θα 'σαι | κι αγάπησέ τον, αν μπορής (AKyriazis)
[der of αγκάλη]
- ① little gulf, bay:
[Λεξικό Γεωργακά]
- αγκαλίτσα2 [aŋgalítsa] adv
- in embrace (syn αγκαλιαστά):
- θα σε πάρω ~ |
- κοιμηθήκαμε ~ στο ίδιο στρώμα (Rotas).
- in embrace (syn αγκαλιαστά):



