Combined Search
| 2 items total [1 - 2] | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αγκαθιώνας ο [aŋgaθxónas] Ο2 : τόπος γεμάτος αγκάθια.
[ελνστ. ἀκανθεών, αιτ. -εώνα με συνίζ. για αποφυγή της χασμ. και κατά την εξέλ. ακάνθιον > αγκάθι]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αγκαθιώνας [aŋgaθjónas] ο, region.
- field full of thornbushes (syn αγκαθότοπος)
[fr K ἀκανθεών, 6th c. A.D.]



