Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αγκίστρωση
1 εγγραφή
[Λεξικό Γεωργακά]
αγκίστρωση [aŋɟístrosi] η, (L)
  • ① catching w. a hook, hooking (syn αγκίστρωμα)
  • ⓐ naut anchoring
  • ② warfare checking, immobilization, pinning down:
    • επίθεση αγκιστρώσεως holding attack

[fr L αγκίστρωσις]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες