Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αγιότητα
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αγιότητα η [ajiótita] Ο28 : η ιδιότητα του αγίου· αγιοσύνη.

[λόγ. < ελνστ. ἁγιότης, αιτ. -ητα]

[Λεξικό Γεωργακά]
αγιότητα [ayiótita] η, (& dial αγιότη)
  • ① holiness, sainthood (syn αγιοσύνη 1):
    • ιδανικό του είναι η ~ |
    • ανακήρυξη αγιότητας |
    • η πιο υπέροχη βαθμίδα... είναι η ~ (Thrylos) |
    • ζήστε στην ~, για να φτάσετε στην τέλεια κατάλυση του κακού (Papantoniou) |
    • επαινώντας... την ~ του νεοπαρουσιασθέντα απόστολου (Papatsonis) |
    • ό,τι χαρακτηρίζει το παιδαγωγικό έργο του Pestalozzi... δίνει έναν τόνο αγιότητας στη ζωή του (Papanoutsos) |
    • poem δεν μου αναπαύαν την καρδιά μου | στην ~ της γης | και του πελάου (Sikel)
  • ② the saint as personified holiness and as title of address (syn αγιοσύνη 2):
    • η αγιότητά του his holiness |
    • μια ~ που λατρεύεται (Palaiologos) |
    • η αγιότητά του (sc St. Gerasimos) ίσως θα μας το συγχωρούσε, οι Kεφαλονίτες όμως θα μας απέδιδαν ασέβεια..., αν αφίναμε το νησί τους χωρίς να προσκυνήσουμε το σεπτό λείψανο του αγίου (id.)

[fr eccl K; s. αγιότης]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες