Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αγιότης
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Κριαρά]
αγιότης ‑τητα η.
  • 1) H ιδιότητα του αγίου, αγιοσύνη:
    • (Διήγ. ωραιότ. 36).
  • 2) Ως τιμητική προσηγορία αξιωματούχων της Eκκλησίας:
    • αιτώ την υμών αγιότηταν … (Eλλην. νόμ. 5314).

[μτγν. ουσ. αγιότης. H λ. (τητα) και σήμ.]

[Λεξικό Γεωργακά]
αγιότης [ayiótis] η, eccl (L)
  • ① = αγιότητα
  • ② Holiness, as title of address of saints and religious dignitaries:
    • η ~ σου your Holiness |
    • η αυτού ~ (ο πάπας) his Holiness (the Pope) (syn αγιοσύνη 2)

[fr K ἁγιότης]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες