Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αγιορείτικος -η -ο
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αγιορείτικος -η -ο [ajorítikos] & αγιονορείτικος -η -ο [ajonorítikos] Ε5 : που ανήκει, που αναφέρεται στα μοναστήρια του Aγίου Όρους ή που προέρχεται απ΄ αυτά· αθωνικός, αθωνίτικος: ~ κώδικας / σταυρός. Aγιορείτικη αρχιτεκτονική / κληρονομιά. Aγιορείτικο χειρόγραφο / τυπικό. Aγιορείτικοι θησαυροί.

[αγιορείτ(ης), αγιονορείτ(ης) -ικος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες