Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αγιάρι
1 εγγραφή
[Λεξικό Γεωργακά]
αγιάρι [ayári] το, region.
  • checking or regulation of the precise function of mechanisms such as clocks, scales etc:
    • κάνω το καντάρι ~ adjust the steelyard |
    • κάνει ~ το νου του he thinks out sth accurately

[fr Turk ayar 'regulating, fixing, adjusting'; 'accuracy']

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες