Παράλληλη αναζήτηση
| 2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αγεφύρωτος -η -ο [ajefírotos] Ε5 : 1.για φυσικό ή τεχνητό εμπόδιο, π.χ. ποτάμι, χαράδρα, διώρυγα κτλ., που οι δύο πλευρές του δεν έχουν ενωθεί με γέφυρα ή δεν μπορούν να ενωθούν, συνήθ. λόγω μεγέθους. 2. (μτφ.) για μεγάλη αντίθεση απόψεων, για διαφορά που δεν μπορεί να ξεπεραστεί: Tους χωρίζει χάσμα αγεφύρωτο. H απόσταση ανάμεσα στα δύο κείμενα μοιάζει αγεφύρωτη.
[λόγ.: 1: α- 1 γεφυρω- (δες γεφυρώνω) -τος· 2: σημδ. αγγλ. unbridgeable]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αγεφύρωτος, -η, -ο [ayefírotos]
- ① unbridged:
- αγεφύρωτο ποτάμι
- ⓐ unbridgeable:
- ένα χάσμα αγεφύρωτο a chasm that is unbridgeable
- ② fig unbridgeable, gaping, irreconcilable:
- μας χωρίζει αγεφύρωτο χάσμα |
- αγεφύρωτο ιδεολογικό (ψυχικό) χάσμα |
- αγεφύρωτη διαίρεση unbridgeable split |
- αγεφύρωτη διαφορά irreconcilable difference |
- αγεφύρωτες απόψεις |
- αντιθέσεις αγεφύρωτες |
- κράτησαν αγεφύρωτο το χάσμα μεταξύ κατακτητών και κατακτημένων (Vacalop) |
- ανοίγεται μέσα στο νου του... ένας ~ διχασμός (Theodorakop) |
- αντιδικία οξύτατη, αγεφύρωτη (Christidis) |
- αγεφύρωτες εσωτερικές αντινομίες (Theotokas) |
- τα δυο ωδεία τα χώριζαν αντιθέσεις και αντιζηλίες αγεφύρωτες (Melas) |
- κάτι έχει μπη ανάμεσά μας αγεφύρωτο, ανεπανόρθωτο (Terzakis) |
- με αγεφύρωτη εχθρότητα ανάμεσά τους (Theodorakop) |
- τέσσαρες σφαίρες... χωριστές και αγεφύρωτες η μία με την άλλη (id.)
[cpd of γεφυρωτός: cf also K εὐ- & δυσ-γεφύρωτος]
- ① unbridged:



