Παράλληλη αναζήτηση
| 2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- αγεράκι το.
-
- Aεράκι:
- (Διήγ. πανωφ. 59).
[<ουσ. αγέρας + κατάλ. ‑άκι. Τ. αε‑ στο Somav. και σήμ. H λ. και σήμ.]
- Aεράκι:
[Λεξικό Γεωργακά]
- αγεράκι s. αεράκι.



