Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αγεληδόν
1 εγγραφή
[Λεξικό Γεωργακά]
αγεληδόν [ayeli∂ón] adv (L, rare)
  • ① in flocks, herds, packs (syn κοπαδιαστά)
  • ② in a group (of humans), in a body (syn ομαδικά)

[fr kath ← AG]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες