Παράλληλη αναζήτηση
| 2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αγελαδινός -ή -ό [ajelaδinós] & γελαδινός -ή -ό [jelaδinós] Ε1 : που προέρχεται από την αγελάδα: Aγελαδινό βούτυρο / γάλα / γιαούρτι / τυρί.
[λόγ. αγελαδ- (δες αγελάδα) -ινός· αποβ. του αρχικού άτ. φων. για προσαρμ. στη δημοτ. κατά το αγελάδα > γελάδα]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αγελαδινός, -ή, -ό [ayela∂inós] (& more commonly γελαδινός)
- of a cow (syn αγελαδήσιος):
- αγελαδινό or γελαδινό γάλα cow's milk |
- αγελαδινό γιαούρτι yogurt fr cow's milk |
- αγελαδινό βούτυρο, αγελαδινό κρέας |
- fig τα αγαθά, τα γελαδινά της μάτια είναι κόκκινα από το κλάμα (Myriv).
- of a cow (syn αγελαδήσιος):



