Παράλληλη αναζήτηση
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- αγελαδίτσα [ayela∂ítsa] η, (& more commonly γελαδίτσα)
- heifer (syn in αγελαδάκι):
- γελάδα, γελαδίτσα μου, πήγαινε στο ποτάμι (DLoukatos).
- heifer (syn in αγελαδάκι):



