Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αγελαδάρης
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αγελαδάρης ο [ajelaδáris] Ο11 θηλ. αγελαδάρισσα [ajelaδárisa] Ο27 & γελαδάρης ο [jelaδáris] Ο11 θηλ. γελαδάρισσα [jelaδárisa] Ο27 : βοσκός αγελάδων.

[αγελάδ(α) -άρης· αγελαδάρ(ης) -ισσα· γελάδ(α) -άρης· γελα δάρ(ης) -ισσα]

[Λεξικό Γεωργακά]
αγελαδάρης [ayela∂áris] ο, (& γελαδάρης)
  • ① cowherd, cowboy (syn αγελαδοβοσκός):
    • βοηθός του γελαδάρη cowboy; herdboy |
    • folkt το παιδί το έστειλε έξω, σαν αγελαδάρη να πούμε (Megas) |
    • καμιά φορά πήγαινα στον αγελαδάρη περισσεμένες κονσέρβες (Lountemis) |
    • poem κ' οι αγελαδάρηδες που ακοίμητοι αγραυλούνε | μετράνε τ' άστρα (Xydis) |
    • ~ ήμουν, μια παλιοζωή θα πης (Kaftandzis)
  • ② zoo (cattle) egret, Bubulcus ibis.
< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες