Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αγελαδάκι
1 εγγραφή
[Λεξικό Γεωργακά]
αγελαδάκι [ayela∂áci] το,
  • heifer (syn αγελαδίτσα, αγελαδούλι, δαμαλάκι) .
< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες