Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αγδίκιωτος
3 εγγραφές [1 - 3]
[Λεξικό Κριαρά]
αγδίκιωτος, επίθ.· ανεγδίκιωτος.
  • 1) Που δεν πήρε εκδίκηση:
    • Δεν απομένει αγδίκιωτος …, του Pώκριτου μια κοπανιά δίδει (Eρωτόκρ. Δ´ 1875).
  • 2) Aτιμώρητος:
    • τέτοιο μεγάλο φταίσιμον αγδίκιωτο ν’ αφήσω (Eρωφ. Δ´ 614).

[<στερ. α‑ + γδικιώνω. H λ. και σήμ. ιδιωμ.]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αγδίκιωτος -η -ο [aγδíkotos] & αγδίκητος -η -ο [aγδíkitos] Ε5 : (λογοτ.) που γι΄ αυτόν δεν έχουν πάρει εκδίκηση· ανεκδίκητος: Mένει ~ ο ίσκιος του πατέρα. Άφησε αγδίκιωτο τέτοιο μεγάλο φταίξιμο, ατιμώρητο·.

[α- 1 γδικιώ(νω δες γδικιωμός) -τος· μσν. αγδίκητος < α- 1 γδικη- (γδικιέμαι) -τος]

[Λεξικό Γεωργακά]
αγδίκιωτος, -η, -ο [aγ∂ícotos] region. (Mani)
  • unavenged, one to whom justice was not done (syn αγδίκητος, αδίκιωτος):
    • πέθανε ~ |
    • folks. (dirge) που λείπ' από το σπίτι μας | χρόνους κλειστούς δεκαοχτώ | κ' ήταν ακόμη ~ (i.e. ο πατέρας της οικογένειας) (Theros) |
    • κ' ήταν ακόμη ~ | γιατί ήταν τα παιδιά μικρά

[fr late MG ← cpd of γδικιώνω]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες