Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: αγγόνι
4 items total [1 - 4]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αγγόνι το [aŋgóni] Ο44 : (λαϊκότρ.) (χωρίς διάκριση φυσικού γένους) εγγόνι: Συνήθεια παλιά που πηγαίνει από πατέρα σε παιδί, κι από παιδί σ΄ ~. αγγονάκι το YΠΟKΟΡ.

[μσν. αγγόνι < εγγόνι [e > a] από συμπροφ. με το αόρ. άρθρο και ανασυλλ. [ena-eŋg > enaŋg > en-aŋg] ]

[Λεξικό Γεωργακά]
αγγόνι s. γγόνι.
[Λεξικό Κριαρά]
αγγόνι(ν) το,
βλ. εγγόνι(ν).
[Λεξικό Κριαρά]
αγγόνισσα η,
βλ. εγγόνισσα.
< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go