Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: αγγλόφωνος
3 items total [1 - 3]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αγγλόφωνος -η -ο [aŋglófonos] Ε5 : που μητρική ή κύρια γλώσσα του είναι τα αγγλικά, κυρίως όταν πρόκειται για κατοίκους εκτός Aγγλίας, ανεξάρτητα από το αν έχει αγγλική ή όχι καταγωγή: Aγγλόφωνοι πληθυσμοί. || για τόπο που κατοικείται από αγγλόφωνους: Aγγλόφωνη χώρα / περιοχή. || (ως ουσ.) ο αγγλόφωνος: Οι αγγλόφωνοι του Kαναδά.

[λόγ. < γαλλ. anglophone < anglo- = αγγλο- + -phone = -φωνος]

[Λεξικό Γεωργακά]
αγγλόφωνος1 [aŋglófonos] ο, αγγλόφωνη [aŋglófoni] η,
  • English-speaking:
    • μας σταματούν δυο αγγλόφωνες... και μας γυρεύουν πληροφορίες (KParaschos).
[Λεξικό Γεωργακά]
αγγλόφωνος2, -η, -ο [aŋglófonos]
  • English-speaking:
    • ένας ~ ποιητής |
    • αγγλόφωνοι λαοί, αγγλόφωνες χώρες, αγγλόφωνοι σπουδαστές.
  • ⓐ published in English:
    • αγγλόφωνη εφημερίδα |
    • αγγλόφωνο περιοδικό.
< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go