Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: αγγλοσαξονικός -ή -ό
2 items total [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αγγλοσαξονικός -ή -ό [aŋglosaksonikós] Ε1 : που ανήκει ή που αναφέρεται στους Aγγλοσάξονες ή προέρχεται από αυτούς: ~ πολιτισμός. Aγγλοσαξονική νοοτροπία. Aγγλοσαξονικό σύστημα μονάδων, που βασίζεται στη γιάρδα. Aγγλοσαξονικά έπη.

[λόγ. Aγγλοσάξον(ες) -ικός < αγγλ. Anglosaxon]

[Λεξικό Γεωργακά]
αγγλοσαξονικός, -ή, -ό [aŋglosaksonikós]
  • of or pertaining to the Anglosaxons or their descendants, language, culture:
    • χώρα αγγλοσαξονική |
    • ο ~ κόσμος που αναπτύχθηκε στις βρετανικές νήσους (Kanellop) |
    • αγγλοσαξονική ράτσα, αγγλοσαξονικές φυλές |
    • οι αγγλοσαξονικές γλώσσες |
    • αγγλοσαξονικά έθιμα |
    • αγγλοσαξονικό μυαλό, πνεύμα, χιούμορ |
    • ο νέος τρόπος του ποιητικού λόγου, κυρίως του γαλλικού, αλλά κατά ένα μέτρο και του αγγλοσαξονικού (Tsatsos) |
    • η εμπειρική αγγλοσαξονική φιλοσοφία |
    • ο πουριτανισμός είναι μια αγγλοσαξονική εφαρμογή της διδασκαλίας του Kαλβίνου (Theotokas).
< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go