Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αγγλιστί [aŋglistí] επίρρ. : (λόγ.) σε αγγλική γλώσσα, στα αγγλικά.
[λόγ. Άγγλ(ος) -ιστί]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αγγλιστί [aŋglistí] adv
- in English (syn εγγλέζικα, στην αγγλική, αγγλικά):
- γράφει ~.
- in English (syn εγγλέζικα, στην αγγλική, αγγλικά):