Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αγγλικανός -ή -ό
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αγγλικανός -ή -ό [aŋglikanós] Ε1 : χριστιανός διαμαρτυρόμενος που ανήκει στο αγγλικανικό δόγμα: ~ πάστορας. || (ως ουσ.) ο αγγλικανός, θηλ. αγγλικανή.

[λόγ. < αγγλ. Anglican < νλατ. Anglicanus (-an, -anus = -ανός)]

[Λεξικό Γεωργακά]
Αγγλικανός, -ή, -ό [aŋglikanós]
  • Anglican, following Anglicanism or belonging to an Anglican church:
    • ~ πάστορας.
< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες