Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αγγλικά
7 εγγραφές [1 - 7]
[Λεξικό Γεωργακά]
αγγλικά [aŋgliká] τα,
  • English language (syn αγγλική, εγγλέζικα):
    • μιλεί και γράφει (τα) ~ |
    • ξέρω, μαθαίνω ~.
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αγγλικανικός -ή -ό [aŋglikanikós] Ε1 : που ανήκει ή που αναφέρεται στην εκκλησία της Aγγλίας: ~ ναός. Aγγλικανική εκκλησία. Aγγλικανικό δόγμα.

[λόγ. αγγλικαν(ός) -ικός]

[Λεξικό Γεωργακά]
αγγλικανικός, -ή, -ό [aŋglikanikós]
  • of England, Anglican:
    • αγγλικανική εκκλησία Anglican Church |
    • αγγλικανική προπαγάνδα.
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αγγλικανισμός ο [aŋglikanizmós] Ο17 : το δόγμα της αγγλικανικής εκκλησίας.

[λόγ. < αγγλ. Anglicanism (-ism = -ισμός)]

[Λεξικό Γεωργακά]
αγγλικανισμός [aŋglikanizmós] ο, eccl
  • the doctrine of the Anglican Communion, Anglicanism.
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αγγλικανός -ή -ό [aŋglikanós] Ε1 : χριστιανός διαμαρτυρόμενος που ανήκει στο αγγλικανικό δόγμα: ~ πάστορας. || (ως ουσ.) ο αγγλικανός, θηλ. αγγλικανή.

[λόγ. < αγγλ. Anglican < νλατ. Anglicanus (-an, -anus = -ανός)]

[Λεξικό Γεωργακά]
Αγγλικανός, -ή, -ό [aŋglikanós]
  • Anglican, following Anglicanism or belonging to an Anglican church:
    • ~ πάστορας.
< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες