Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αγγλίζω
1 εγγραφή
[Λεξικό Γεωργακά]
αγγλίζω [aŋglízo]
  • imitate the customs of the British (syn αγγλοφέρνω, εγγλεζοφέρνω)
  • ⓐ be partisan for Britain:
    • ένας δυο αγγλίζοντες μη Eυρωπαίοι έκαναν αγορεύσεις με... επιχειρηματολογία δυσμενή για τους Kυπρίους (Christidis).
< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες